- διέλθῃ
- διέρχομαιgo throughaor subj mid 2nd sgδιέρχομαιgo throughaor subj act 3rd sgδιέρχομαιgo throughaor subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διέλθηι — διέλθῃ , διέρχομαι go through aor subj mid 2nd sg διέλθῃ , διέρχομαι go through aor subj act 3rd sg διέλθῃ , διέρχομαι go through aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PEDUM — I. PEDUM oppid. in Lation, olim a Camillo consule captum. Liv. l. 2. c. 39. Stephano Peda dicitur: Πέδα, πόλις Α᾿υσονική, τὸ ἐςθνικὸν Πεδανὸς. Ex antiquissimo aliquo haec habuit auctore, qui vetustissimô illô usus est vocabulô Ausoniae, pro… … Hofmann J. Lexicon universale
διέρχομαι — (AM διέρχομαι) [έρχομαι] 1. περνώ ανάμεσα 2. (αμτβ.) (για χρόνο) περνώ 3. (για σωματικά και ψυχικά πάθη) υποφέρω, περνώ νεοελλ. 1. (με ουσ. που δηλώνει χρόνο) κάνω κάτι στη διάρκεια τού χρόνου που δηλώνει το ουσιαστικό («διέρχεται τον καιρό του… … Dictionary of Greek